- ένδυση
- η (AM ἔνδυσις)αμφίεση, ντύσιμο («ἐνδύσεως ἱματίων», ΚΔ)αρχ.-μσν.ένδυμα, εξωτερική περιβολήαρχ.είσοδος, εισχώρηση («ὀδύνη δὲ ἀπό τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένη ἔοικεν», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνδύσῃ — ἐνδύσηι , ἔνδυσις entry fem dat sg (epic) ἐνδύ̱σῃ , ἐνδύω go into aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ἐνδύ̱σῃ , ἐνδύω go into aor subj mid 2nd sg ἐνδύ̱σῃ , ἐνδύω go into fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
облечи — ОБЛЕ|ЧИ2 (ЩИ) (61), КОУ, ЧЕТЬ гл. 1.Наделить одеждой когол., одеть когол. во чтол.: ˫Ако аште ѹбогааго облѣчеши. х҃са облѣчеши. Изб 1076, 94; таче по сихъ облечашети и въ мьнишьскѹю одежю. ЖФП XII, 37г; по се(м) съвѧжеть рѹцѣ ѥго кр(с)тмь и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
облечисѧ — ОБЛЕ|ЧИСѦ (ЩИСѦ) (221), КОУСѦ, ЧЕТЬСѦ гл. 1. Одеться во чтол., надеть на себя какуюл. одежду: мати ѥго начать велѣти ѥмѹ облещисѧ въ ѡдежю свѣтьлѹ на слѹжениѥ. ЖФП XII, 30в; и ѡблѣкошасѧ въ черны ризы. и идоша страньствоватъ х(с)а ради. ЧудН XII … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
ντύσιμο — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ντύνω, ένδυση ή κάλυψη με ρούχα 2. επένδυση, επικάλυψη («ντύσιμο βιβλίου») 3. το σύνολο τών ενδυμάτων ή ο τρόπος με τον οποίο ντύνεται κανείς, περιβολή (α. «δεν προσέχει το ντύσιμό της» β. «τής αρέσει το… … Dictionary of Greek
σακκοφορία — ἡ, Α [σακ(κ)οφόρος] η ένδυση με τρίχινο ράσο ως ένδειξη μετάνοιας ή ως ένδειξη ασκητικής ζωής … Dictionary of Greek
στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή … Dictionary of Greek
στολισμός — Καλλωπισμός, στόλισμα, χρήση κοσμημάτων και στολιδιών. Ο σ. του σώματος έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια. Οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν v’ αλείφουν το σώμα τους με ώχρα, καρβουνόσκονη, ασβέστη, και φυτικά χρώματα, όπως κάνουν και τώρα όσες… … Dictionary of Greek